άουτο

άουτο
(auto). Ειδική ισπανική και πορτογαλική θεατρική σύνθεση σε μια πράξη με αποκλειστικά θρησκευτικό περιεχόμενο. Το ιβηρικό ά. αντιστοιχεί στα μυστήρια και στα λειτουργικά δράματα της υπόλοιπης μεσαιωνικής Ευρώπης. To αρχαιότερο δείγμα του λειτουργικού αυτού θεάτρου που σώζεται είναι το Άουτο των Μάγων Βασιλέων (Auto de los Reyes Magos),απόσπασμα 147 στίχων, άτεχνο πάντως στην κατασκευή του, αλλά γεμάτο ένταση και υποβλητικότητα. Βρέθηκε σε χειρόγραφο του 13ου αι. Τα πρόσωπα των έργων αυτών ήταν παρμένα από την Αγία Γραφή και συμβόλιζαν την πίστη, την αμαρτία, την ψυχή, την αρετή κλπ. Από τον 15o αι., όμως, και πιο αισθητά από τον 16o, αναπτύσσεται η τάση χρήσης του ά. για αλληγορικές παραστάσεις με θέματα ποιμενικά, ιστορικά και αυλικά. Και όταν το ά. αρχίζει να συνδέεται πιο συγκεκριμένα με την εορτή της Αγίας Ευχαριστίας (δεύτερο μισό 16ου αι.) παίρνει την ονομασία ιερό ά. (autosacramental). Οι πρώτοι αξιόλογοι συγγραφείς που έγραψαν έργα αυτού του είδους είναι ο Χουάν ντελ Ενθίνα (1469-1529), ο Λούκας Φερνάντεθ (1474;-1542) και ο Πορτογάλος Ζιλ Βισέντε (που έγραψε ά. και στην ισπανική γλώσσα). Το ά. σακραμεντάλ καλλιέργησαν ο Χουάν ντε Τιμονέντα (1490;-1583;), ο Λόπε ντε Βέγκα, ο Αντόνιο Μίρα ντε Αμέσκουα (1575;-1644), ο Τίρσο ντε Μολίνα και, προπάντων, κατά τρόπο θαυμάσιο, ο Καλντερόν ντε λα Μπάρκα. To 1765, ο Κάρολος Γ’ απαγόρευσε την παράσταση των ά. σακραμεντάλ και η απαγόρευση αυτή ίσχυσε έως το 1938. Τα ά. όμως έχουν επιζήσει με τη μορφή λαϊκού θεάτρου σε ορισμένες περιοχές της Ισπανίας. Ως λογοτεχνικό είδος παρακμάζει οριστικά μετά τον 17o αι. και μόνο σποραδικά εμφανίζεται στις ανανεωτικές προσπάθειες ορισμένων σύγχρονων ποιητών, όπως ο Ραφαέλ Αλμπέρτι και ο Μιγκέλ Ερνάντεθ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άουτο ντα φε — (auto da fe). Στα πορτογαλικά σημαίνει κυριολεκτικά πράξη πίστης· πρόκειται για την πανηγυρική διακήρυξη πίστης του δικαστηρίου της Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία όταν τελείωνε μια δίκη εναντίον προσώπων που είχαν παραβεί τους νόμους της θρησκείας ή …   Dictionary of Greek

  • άουτο ντα φε — το (λ. πορτογαλ. που σημαίνει πράξη πίστης), θρησκευτική τελετή πριν από τη θανάτωση των καταδικασμένων από την Ιερή Εξέταση αιρετικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • Καλντερόν ντε λα Μπάρκα, Πέντρο — (Pedro Calderόn de la Barca y Henao, Μαδρίτη 1600 – 1681). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Γεννημένος σχεδόν σαράντα μετά τον Λόπε ντε Βέγκα και είκοσι μετά τον Τίρσο ντε Μολίνα, ο Κ. καταλαμβάνει στο πλουσιότατο τόξο της θεατρικής παραγωγής του… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… …   Dictionary of Greek

  • Ενθίνα, Χουάν ντελ — − (Juan del Encina, Ενθίνα, Σαλαμάνκα 1469; – Λεόνε 1529). Ισπανός ποιητής, δραματογράφος και μουσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα. Υπηρέτησε στην αυλή των δουκών της Άλμπα και αργότερα ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου χειροτονήθηκε ιερέας.… …   Dictionary of Greek

  • Ερνάντεθ, Μιγκέλ — (Miguel Hernαndez, Οριχουέλα 1910 – Αλικάντε 1942). Ισπανός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Γιος βοσκών, αυτοδίδακτος, αφομοίωσε τα διδάγματα της ποίησης της Αναγέννησης και της εποχής του μπαρόκ και τα εφάρμοσε στα δύο πρώτα έργα που… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”